Βρείτε ιατρό

Κέντρο Μεταμοσχεύσεων Κερατοειδούς
ΤΜΗΜΑ

Στη Euromedica Γενική Κλινική Θεσσαλονίκης λειτουργεί Κέντρο Μεταμοσχεύσεων Κερατοειδούς, το οποίο απαρτίζεται από μια ομάδα εξειδικευμένων ιατρών και νοσηλευτών.

ΤΜΗΜΑΤΑ

Μεταμόσχευση Κερατοειδούς: Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε

Η μεταμόσχευση κερατοειδούς (κερατοπλαστική) είναι μια χειρουργική διαδικασία για την αντικατάσταση μέρους του κερατοειδούς με ιστό κερατοειδούς από δότη. Ο κερατοειδής είναι η διαφανής επιφάνεια του ματιού σε σχήμα θόλου. Είναι όπου το φως εισέρχεται στο μάτι και είναι ένα μεγάλο μέρος της ικανότητας του ματιού να βλέπει καθαρά.

Μια μεταμόσχευση κερατοειδούς μπορεί να αποκαταστήσει την όραση, να μειώσει τον πόνο και να βελτιώσει την εμφάνιση ενός κατεστραμμένου ή άρρωστου κερατοειδούς. Οι περισσότερες διαδικασίες μεταμόσχευσης κερατοειδούς είναι επιτυχείς. Αλλά η μεταμόσχευση κερατοειδούς ενέχει μικρό κίνδυνο επιπλοκών, όπως η απόρριψη του κερατοειδούς δότη.

Η μεταμόσχευση κερατοειδούς χρησιμοποιείται συχνότερα για την αποκατάσταση της όρασης σε ένα άτομο με κατεστραμμένο κερατοειδή. Μια μεταμόσχευση κερατοειδούς μπορεί, επίσης, να ανακουφίσει τον πόνο ή άλλα σημεία και συμπτώματα που σχετίζονται με ασθένειες του κερατοειδούς.

Παθήσεις που αντιμετωπίζει η μεταμόσχευση κερατοειδούς

Μια σειρά παθήσεων μπορούν να αντιμετωπιστούν με μεταμόσχευση κερατοειδούς, όπως:

  • Ένας κερατοειδής που διογκώνεται προς τα έξω (κερατόκωνος)
  • Δυστροφία Fuchs, μια κληρονομική πάθηση
  • Αραίωση ή σχίσιμο του κερατοειδούς
  • Ουλές κερατοειδούς, που προκαλούνται από μόλυνση ή τραυματισμό
  • Οίδημα του κερατοειδούς
  • Έλκη κερατοειδούς που δεν ανταποκρίνονται στην ιατρική θεραπεία
  • Επιπλοκές που προκαλούνται από προηγούμενη επέμβαση στα μάτια

Επιπλοκές

Όπως προαναφέρθηκε η βασική και συχνότερη επιπλοκή είναι η απόρριψη μοσχεύματος  (ο οργανισμός αναγνωρίζει το μόσχευμα σαν ξένο σώμα και προσπαθεί να το αποβάλλει). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την θόλωση του μοσχεύματος και πρακτικά την απώλεια οράσεως. Βίαιη απόρριψη του μοσχεύματος, συμβαίνει συνήθως εντός του πρώτου χρόνου μετά τη μεταμόσχευση. Εφόσον η απόρριψη αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά, τότε σε μεγάλο ποσοστό η κατάσταση είναι αναστρέψιμη με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Έτσι το μόσχευμα θα παραμείνει διαυγές και η διαδικασία μεταμόσχευσης κερατοειδούς θα χαρακτηριστεί επιτυχημένη.

Αν παρά ταύτα δεν αντιμετωπιστεί επιτυχώς ένα επεισόδιο απόρριψης, η επέμβαση μπορεί τις περισσότερες φορές να επιχειρηθεί ξανά χωρίς πρόβλημα. Εκτός της απόρριψης του μοσχεύματος, οι σπάνιες επιπλοκές της διαμπερούς κερατοπλαστικής είναι οι ίδιες όπως σε κάθε άλλη ενδοφθάλμια επέμβαση (π.χ. καταρράκτη), όπως μόλυνση, φλεγμονή, αιμορραγία, αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης, αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Είναι εξαιρετικά σπάνιες και τις περισσότερες φορές αντιμετωπίσιμες.

Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι μετά από επιτυχημένη επέμβαση κατά κανόνα παρουσιάζεται αστιγματισμός. Η μέση τιμή του αστιγματισμού ενός μεταμοσχευμένου οφθαλμού είναι περί τους 3-5 βαθμούς, γεγονός που καθιστά την  όραση χωρίς γυαλιά ή φακούς επαφής μη ικανοποιητική. Υπάρχει ωστόσο δυνατότητα διόρθωσης του μετεγχειρητικού αστιγματισμού και της μυωπίας, είτε με τη χρήση εξατομικευμένης excimer laser επιφανειακής φωτοδιαθλαστικής κερατεκτομής (PRK)  ή αστιγματικές κερατικές τομές.

Διαδικασίες μεταμόσχευσης τμήματος του κερατοειδούς:

Μια μεταμόσχευση κερατοειδούς αφαιρεί είτε ολόκληρο το πάχος είτε μερικό πάχος του άρρωστου κερατοειδούς και τον αντικαθιστά με υγιή ιστό δότη. Ο χειρουργός κερατοειδούς  θα αποφασίσει ποια μέθοδο θα χρησιμοποιήσει. Αυτοί οι τύποι διαδικασιών περιλαμβάνουν:

  • Διαμπερής κερατοπλαστική (PK), μεταμόσχευση κερατοειδούς πλήρους πάχους. Ο χειρουργός κόβει όλο το πάχος του ανώμαλου ή νοσούντος κερατοειδούς για να αφαιρέσει έναν μικρό δίσκο κερατοειδικού ιστού μεγέθους κουμπιού. Χρησιμοποιείται ειδικό όργανο (Τρύπανο) για την ακριβή αυτή κυκλική κοπή.

Ο δότης κερατοειδής, κομμένος ώστε να ταιριάζει, τοποθετείται στο άνοιγμα. Στη συνέχεια, ο χειρουργός χρησιμοποιεί ράμματα για να ράψει τον νέο κερατοειδή στη θέση του. Τα ράμματα μπορεί να αφαιρεθούν σε μεταγενέστερη επίσκεψη με τον οφθαλμίατρό.

  • Ενδοθηλιακή κερατοπλαστική (EK). Αυτές οι διαδικασίες αφαιρούν τον άρρωστο ιστό από τα στρώματα του οπίσθιου κερατοειδούς, συμπεριλαμβανομένου του ενδοθηλίου και ενός λεπτού στρώματος ιστού που προστατεύει το ενδοθήλιο από τραυματισμό και μόλυνση (μεμβράνη Descemet).

Ο ιστός του δότη αντικαθιστά τον ιστό που αφαιρέθηκε. Υπάρχουν τρεις τύποι ενδοθηλιακής κερατοπλαστικής.

Ο πρώτος τύπος, που ονομάζεται ενδοθηλιακή κερατοπλαστική απογύμνωσης Descemet (DSEK), χρησιμοποιεί ιστό δότη για να αντικαταστήσει περίπου το ένα τρίτο του κερατοειδούς.

Ο δεύτερος τύπος, που ονομάζεται ενδοθηλιακή κερατοπλαστική Δεσκεμετείου μεμβράνης (DMEK), χρησιμοποιεί ένα πολύ λεπτότερο στρώμα ιστού δότη. Ο ιστός που χρησιμοποιείται στο DMEK είναι εξαιρετικά λεπτός και εύθραυστος. Αυτή η διαδικασία είναι πιο δύσκολη από την DSEK.

Ο τρίτος τύπος αφορά μια ενδιάμεση διαδικασία, συνδυάζοντας τα πλεονεκτήματα και της DSEK κα της DMEK. Ο τύπος αυτός οπίσθιας μεταμόσχευσης ονομάζεται PDEK.

  • Κερατοπλαστική πρόσθιου φύλλου (ALK). Δύο διαφορετικές μέθοδοι αφαιρούν τον άρρωστο ιστό από τα μπροστινά στρώματα του κερατοειδούς, συμπεριλαμβανομένου του επιθηλίου και του στρώματος, αλλά αφήνουν το πίσω ενδοθηλιακό στρώμα στη θέση του. Το βάθος της βλάβης του κερατοειδούς καθορίζει τον τύπο της διαδικασίας ALK που είναι κατάλληλη. Η επιφανειακή πρόσθια κερατοπλαστική (SALK) αντικαθιστά μόνο τις μπροστινές στοιβάδες του κερατοειδούς, αφήνοντας ανέπαφο το υγιές στρώμα και το ενδοθήλιο. Μια διαδικασία μεταμόσχευσης βαθιάς πρόσθιας στρώσης (DALK) χρησιμοποιείται όταν η βλάβη του κερατοειδούς επεκτείνεται βαθύτερα στο στρώμα. Υγιής ιστός από έναν δότη στη συνέχεια προσκολλάται (εμποτίζεται) για να αντικαταστήσει το αφαιρεθέν τμήμα.