Ο καταρράκτης είναι ίσως η πιο γνωστή πάθηση των οφθαλμών και μία από τις συχνότερες. Αφορά κατά κύριο λόγο άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, συνήθως άνω των 60 ετών, και επηρεάζει σημαντικά την όραση, παρακωλύοντας μία σειρά καθημερινών δραστηριοτήτων. Η παθολογική αυτή κατάσταση ορίζεται ως η μείωση της διαύγειας του φακού στο πρόσθιο τμήμα του ματιού, που σταδιακά και με το πέρασμα των ετών γίνεται όλο και πιο θολός. Σε σπανιότερες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί και σε νεότερες ηλικίες, οπότε κάνουμε λόγο για νεανικό καταρράκτη.
Συνήθως ο ασθενής δεν αντιλαμβάνεται αυτή την προοδευτική αλλαγή στην όρασή του, παρά μόνο όταν τα πρώτα συμπτώματα κάνουν την εμφάνισή τους και του δημιουργήσουν πρόβλημα στην καθημερινότητά του.
Ο βασικότερος λόγος για την εμφάνιση του καταρράκτη είναι η ηλικία, όμως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες κινδύνου που μπορεί να επιβαρύνουν την κατάσταση του φακού, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η συστηματική λήψη στεροειδών, αλλά και τραυματισμοί του οφθαλμού. Επίσης, το κάπνισμα, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και η συστηματική και μακροχρόνια έκθεση στον ήλιο έχουν συνδεθεί με την πρόωρη εμφάνιση καταρράκτη.
Ο συνηθέστερος τύπος καταρράκτη, ο οποίος είναι αμιγώς συνέπεια της ηλικίας, είναι ο πυρηνικός, με το πρόβλημα να αναπτύσσεται στο κέντρο του φακού και στη συνέχεια να επεκτείνεται και στην υπόλοιπη επιφάνεια. Επίσης, υπάρχει και η κατηγορία του φλοιώδους καταρράκτη, που αναπτύσσεται στην περιφέρεια του φακού, αλλά και ο οπίσθιος υποκαψικός καταρράκτης, που εμφανίζεται στο πίσω μέρος του ματιού και εκδηλώνεται σε πιο νεαρά άτομα. Αυτός ο τελευταίος συνήθως είναι προϊόν τραύματος, υπερχρήσης κορτιζονούχων κολλυρίων, αλλά και άλλων φαρμακευτικών αγωγών. Η εξέλιξή του μάλιστα είναι πιο γρήγορη από τους δύο άλλους τύπους. Σπανιότερες περιπτώσεις είναι οι εκ γενετής καταρράκτες και οι πολικοί, όπου το θόλωμα επηρεάζει το κεντρικό τμήμα του οφθαλμικού φακού.
Τα συμπτώματα
Ο καταρράκτης δεν είναι μια πάθηση που εμφανίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκδηλώνεται προοδευτικά, με πρώτα συμπτώματα την ενόχληση του πάσχοντα από έντονα φώτα –κάτι που πολύ συχνά αναφέρουν οι οδηγοί κατά τη νυχτερινή οδήγηση όταν θαμπώνονται από τα φώτα των διερχόμενων αυτοκινήτων- αλλά και ένα ξεθώριασμα των χρωμάτων. Όσο η πάθηση εξελίσσεται ένα ακόμα σύμπτωμα που εμφανίζεται είναι η παρουσία δεύτερου ειδώλου ή μιας σκιάς δίπλα στο αντικείμενο που βλέπουμε. Συνήθως η εμφάνιση του καταρράκτη συνοδεύεται από αύξηση της μυωπίας ή μείωση της υπερμετρωπίας.
Η επέμβαση για τον καταρράκτη επιλέγεται όταν η μειωμένη όραση δημιουργεί λειτουργικά προβλήματα, επηρεάζοντας την καθημερινότητα του ασθενούς. Αυτό συμβαίνει όταν ο θολός φακός περιορίσει την όραση του ατόμου κατά 50%. Επίσης, όταν συνυπάρχουν παθήσεις που μπορεί να περιπλέξουν την επέμβαση, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης ή το γλαύκωμα, καλό είναι να γίνεται νωρίτερα. Σε κάθε περίπτωση, ο χειρουργός οφθαλμίατρος είναι αυτός που, συνεκτιμώντας την κατάσταση της όρασης και τις ανάγκες του ασθενούς, θα αποφασίσει αν η επέμβαση για την αντιμετώπιση του καταρράκτη είναι η ενδεδειγμένη.
Η θεραπεία
Η αφαίρεση του καταρράκτη γίνεται συνήθως με την επέμβαση φακοθρυψίας με υπερήχους, η οποία απαιτεί μόνο τοπική αναισθησία. Μέσα από μια μικρή τομή εκπέμπονται υπέρηχοι προς τον θαμπό φακό, ο οποίος διαλύεται και αναρροφάται. Στη συνέχεια αντικαθίσταται από έναν διαυγή συνθετικό ενδοφθάλμιο φακό, που τοποθετείται άπαξ και είναι ανεξίτηλος. Η επέμβαση διαρκεί μόλις 15 λεπτά, ο ασθενής δεν χρειάζεται νοσηλεία και μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι του μετά από δύο ώρες. Τα τελευταία χρόνια κερδίζουν έδαφος και πιο σύγχρονες ακόμα τεχνικές, όπως είναι ο συνδυασμός laser και υπερήχων, ενώ και οι συνθετικοί ενδοφακοί είναι όλο και νεότερης τεχνολογίας.
Τις πρώτες ώρες μετά την επέμβαση θα απαιτηθεί ειδική αγωγή με κολλύρια, ώστε να προστατευθεί το μάτι από πιθανές λοιμώξεις ή φλεγμονές, ενώ για μία εβδομάδα πρέπει ο ασθενής να αποφύγει να πλύνει ή να τρίψει τα μάτια του, αλλά και να σηκώσει έντονο βάρος ή να σκύψει. Ενδεχομένως τους πρώτους μήνες μετά την επέμβαση να παρατηρηθεί μια ξηροφθαλμία ή αν προϋπήρχε, να επιδεινωθεί ελαφρώς.
Μετά την επέμβαση για την αντιμετώπιση του καταρράκτη, υπάρχει το ενδεχόμενο, αφού περάσει μια περίοδος μηνών ή και ετών, να εμφανιστεί ένα νέο θόλωμα, το οποίο αυτή τη φορά αφορά το περιφάκιο, τη μεμβράνη δηλαδή που στηρίζει τον φυσικό φακό και η οποία δεν αφαιρείται κατά το χειρουργείο. Για την αποκατάσταση αυτού του λεγόμενου δευτερογενούς καταρράκτη δεν απαιτείται χειρουργική επέμβαση και τομή, αλλά αντιμετώπιση μόνο με laser. Το ότι ο καταρράκτης αποτελεί απόρροια της γήρανσης και η φθίνουσα όραση έχει συνδεθεί με τις μεγαλύτερες ηλικίες και θεωρείται αναμενόμενη, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως μια τέτοια κατάσταση πρέπει να είναι ανεκτή. Επικοινωνήστε με τον οφθαλμίατρό σας και μην… κλείνετε τα μάτια στον καταρράκτη.