Η υπογονιμότητα και τα αίτιά της
Η απόκτηση ενός παιδιού αποτελεί για πολλά ζευγάρια όνειρο ζωής. Δυστυχώς, με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, που μεταθέτει συχνά την απόφαση της τεκνοποίησης και επηρεάζει επιβαρυντικά με πολλούς τρόπους τη σύλληψη, αρκετά ζευγάρια αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην επίτευξη του ονείρου αυτού. Είναι ενδεικτικό πως περίπου ένα στα οκτώ ζευγάρια που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδί αντιμετωπίζει προβλήματα υπογονιμότητας. Τι σημαίνει όμως υπογονιμότητα; Χρησιμοποιούμε τον όρο για να ορίσουμε την αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει την επιθυμητή εγκυμοσύνη μετά από ελεύθερες επαφές που ξεπερνούν σε διάρκεια το ένα έτος.
Η αναζήτηση του αιτίου της υπογονιμότητας στο ζευγάρι απαιτεί εξατομικευμένη προσέγγιση από ειδικό στο αντικείμενο αυτό και συνιστά «κλειδί» για την αντιμετώπισή της. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν πως η υπογονιμότητα δεν είναι μόνο γυναικεία υπόθεση, αλλά ισορροπεί μεταξύ των δύο φύλων. Μάλιστα, κατά 40% οφείλεται στον γυναικείο παράγοντα, κατά 40% στον ανδρικό παράγοντα και ένα 20% αποδίδεται σε ανεξήγητα αίτια.
Η γυναικεία υπογονιμότητα
Τα αιτία της γυναικείας υπογονιμότητας είναι πολλά, με τα συχνότερα να έχουν ως εξής: ηλικία άνω των 35, ενδομητρίωση, διαταραχές εμμηνορυσιακού κύκλου (κύστες, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών), πυοσάλπιγγα, υδροσάλπιγγα, πολύποδες στη μήτρα, ενδοτοιχωματικά ινομυώματα, διάφραγμα μήτρας, συγγενείς ανωμαλίες της μήτρας, ακόμα και το κάπνισμα έχει ενοχοποιηθεί, καθώς αυξάνει τη βιολογική ηλικία των ωοθηκών.
Ειδικά ο παράγοντας της ηλικίας είναι καταλυτικός για τη γονιμότητα της γυναίκας, αφού όσο μεγαλύτερη είναι τόσο επηρεάζεται η ποιότητα των ωαρίων της. Από την ηλικία δε των 35 ετών και έπειτα η γονιμότητα παίρνει την κατιούσα.
Για τη διάγνωση των καταστάσεων αυτών απαιτείται λήψη πλήρους ιατρικού ιστορικού, με γυναικολογική εξέταση-υπερηχογράφημα, καθώς και με τη λήψη προγεννητικού ελέγχου. Επίσης, ορισμένες φορές με βάση το ιστορικό και τα ευρήματα που έχουμε, είναι αναγκαία η διενέργεια πιο ειδικών εξετάσεων, όπως υστεροσαλπιγγογραφία, υστεροσκόπηση και λαπαροσκόπηση. Σε κάθε περίπτωση όμως χρειάζεται εξατομικευμένη προσέγγιση.
Η ανδρική υπογονιμότητα
Όσον αφορά στην ανδρική υπογονιμότητα, τα πιθανότερα αίτια είναι ένα παθολογικό σπερμοδιάγραμμα, το οποίο μπορεί να οφείλεται σε αποφρακτικές παθήσεις των όρχεων, χρωμοσωμικές ανωμαλίες, καθώς και ορμονικά νοσήματα.
Για παράδειγμα, η κιρσοκήλη, δομικές ανωμαλίες του πέους (επισπαδίας, υποσπαδίας, φίμωση), γενετικές ανωμαλίες που προκαλούν αγενεσία του σπερματικού πόρου, φλεγμονές (προστατίτιδα, επιδιδυμίτιδα, ορχίτιδα) και άλλες νόσοι (σακχαρώδης διαβήτης, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια) συνιστούν τον ανδρικό παράγοντα.
Στο πλαίσιο της διερεύνησης της αντρικής υπογονιμότητας πρέπει να γίνεται ένας ενδελεχής έλεγχος από εξειδικευμένο ουρολόγο, σπερμοδιάγραμμα και ενδεχομένως έλεγχος με καρυότυπο.
Υπολογίζεται πάντως πως στο 25% των ζευγαριών που προσπαθούν να τεκνοποιήσουν εντοπίζονται περισσότεροι από ένας παράγοντες υπογονιμότητας.
Πέραν του γυναικείου και του ανδρικού παράγοντα, υπάρχει κι ένα κάθε άλλο παρά αμελητέο ποσοστό περιπτώσεων στις οποίες η υπογονιμότητα είναι ανεξήγητη και ο σχολαστικός έλεγχος του ζευγαριού δεν καταλήγει σε συγκεκριμένα αίτια. Σε αυτό το 20% το ζευγάρι υποβάλλεται σε σπερματέγχυση, σε κλασική ivf ή σε μικρογονιμοποίηση (icsi).
Εφόσον έχει περάσει ένας χρόνος ελεύθερων επαφών και δεν έχει υπάρξει σύλληψη, το ζευγάρι πρέπει να απευθυνθεί σε ειδικό επιστήμονα, προκειμένου να υποβληθεί στις απαραίτητες εξετάσεις. Το διάστημα αυτό μειώνεται στους έξι μήνες, όταν η ηλικία της γυναίκας ξεπερνά τα 38 έτη. Για να επιλεγεί η σωστή θεραπευτική οδός και να επιτευχθεί ο στόχος της απόκτησης ενός παιδιού, τα προβλήματα αυτά πρέπει να διαγνωσθούν εγκαίρως.