Εγκυμοσύνη & Ερωτική Συμπεριφορά
Η σεξουαλικότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου, με τις σεξουαλικές σχέσεις, τη σεξουαλική λειτουργία και τη σεξουαλική ταυτότητα να στοιχειοθετούν τους τρεις βασικούς πυλώνες της.
Το σεξ αποτελεί φυσιολογική και υγιή ανθρώπινη συμπεριφορά και για το λόγο αυτό δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η εγκυμοσύνη, όσες φορές κι αν προκύψει, χαρακτηρίζεται αναμφίβολα ως μια από τις σημαντικότερες αλλαγές για τη γυναίκα.
Κατά τη διάρκεια της κύησης, καθώς και το χρονικό διάστημα μετά από αυτή, στη γυναίκα παρατηρούνται βιολογικές και ψυχολογικές αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν τη σεξουαλικότητά της. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, φαίνεται να υπάρχει έκπτωση της σεξουαλικής λειτουργίας και των σεξουαλικών επαφών σε σχέση με τη χρονική περίοδο πριν τη σύλληψη.
Η μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, δυσκολία στη διέγερση, μειωμένη ύγρανση και δυσκολία στην επίτευξη οργασμού, περιγράφονται ως τα συνηθέστερα σεξουαλικά προβλήματα. Η ηλικία της γυναίκας, τα χρόνια γάμου και ο αριθμός των προηγούμενων κυήσεων έχουν σημασία και αυξανόμενα δρουν επιβαρυντικά για την εμφάνιση των προβλημάτων.
Έτσι, κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, μπορεί να παρατηρηθεί ελαττωμένη διάθεση για σεξουαλική επαφή, εξαιτίας οργανικών και ψυχολογικών παραγόντων, όπως ναυτία, έμετοι, έλλειψη αυτοπεποίθησης, αλλαγές στην εικόνα του σώματος, σε συνδυασμό με ορμονικές αλλαγές που επηρεάζουν τη λίμπιντο.
Φαίνεται ότι τα παραπάνω βελτιώνονται στο δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, όπου το ζευγάρι έχει συνηθίσει την εγκυμοσύνη, οι φόβοι για αποβολή, αιμορραγίες και μολύνσεις έχουν γίνει ηπιότεροι, ενώ η ναυτία και οι έμετοι γίνονται λιγότεροι σε σχέση με την αρχή της κύησης. Ωστόσο, αλλαγές στην εμφάνιση της γυναίκας μπορεί να συντηρήσουν την σεξουαλική επιθυμία σε χαμηλά επίπεδα, ενώ και η σεξουαλική διέγερση ελαττώνεται.
Στο τρίτο τρίμηνο με την αύξηση της κοιλιακής περιμέτρου της εγκύου, σε συνδυασμό με την κόπωση και το άγχος της γέννας, παρατηρείται περεταίρω μείωση του ενδιαφέροντος για σεξ. Σε αυτή τη φάση, η απώλεια του ενδιαφέροντος και από την πλευρά του συντρόφου παίζει το ρόλο της.
Συχνά υπάρχει ο μύθος ότι η σεξουαλική επαφή μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για την εγκυμοσύνη, προκαλώντας προωρότητα. Άλλος μύθος αναφέρει ότι ο τοκετός διευκολύνεται με τη σεξουαλική επαφή τον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης. Οι μύθοι αυτοί ωστόσο δεν επιβεβαιώνονται επιστημονικά.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία η σεξουαλική πράξη είναι γενικά ασφαλής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ανάλογα βέβαια με το βαθμό επικινδυνότητας κάθε κύησης, ο γυναικολόγος – μαιευτήρας συμβουλεύει την γυναίκα για τη συχνότητα των σεξουαλικών επαφών, καθώς και το είδος αυτών (κολπική διείσδυση, χρήση προφυλακτικού, στοματικό σεξ, αυνανισμός κλπ).
Στην επιλόχειο περίοδο η σεξουαλική λειτουργία επηρεάζεται πέραν των οργανικών και ψυχολογικών παραγόντων και από πολιτισμικούς παράγοντες. Ταμπού για απαγόρευση της διείσδυσης για ένα διάστημα μετά τη γέννα υπάρχουν σε πολλές περιπτώσεις. Η σεξουαλική επιθυμία μειώνεται τους πρώτους μήνες λόγω κούρασης, αϋπνίας, αλλαγής της εικόνας του σώματος, αλλαγών της διάθεσης (π.χ. επιλόχειος κατάθλιψη), ορμονικών αλλαγών και του θηλασμού.
Ο πόνος κατά τη διείσδυση (δυσπαρευνία) αποτελεί την συχνότερη σεξουαλική δυσλειτουργία στην περίοδο της λοχείας, είτε λόγω χειρουργικού τραυματισμού κατά τον τοκετό, είτε λόγω ξηρότητας του κόλπου συνεπεία του θηλασμού. Η αποκατάσταση της περιοχής των γεννητικών οργάνων της γυναίκας μετά τον τοκετό, καθορίζει και την έναρξη της σεξουαλικής επαφής με διείσδυση, οπότε και αυτή αισθάνεται άνετα χωρίς να πονάει.
Δεν υπάρχει σαφές χρονικό όριο για την πλήρη επανέναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας (συνήθως 4-6 εβδομάδες, αλλά μπορεί να χρειαστεί έως και ένα χρόνο).
Με τις ιατρικές μελέτες αντικρουόμενες μεταξύ τους, ο θηλασμός φαίνεται να έχει τόσο αρνητική όσο και θετική επίδραση στη σεξουαλικότητα. Αυτή είναι δυνατόν να ελαττωθεί λόγω μειωμένης ύγρανσης και ατροφίας του κόλπου ή κάλυψης των αναγκών για οικειότητα της νέας μητέρας από το θηλάζων βρέφος, επηρεάζοντας το σύντροφο, ο οποίος μπορεί να αισθανθεί ζήλια για τη σχέση μητέρας – βρέφους. Από την άλλη πλευρά, πιθανολογείται ότι ο θηλασμός μπορεί να προκαλέσει αύξηση της ερωτικής επιθυμίας στη γυναίκα.
Η διακοπή του θηλασμού μετά από το απαιτούμενο χρονικό διάστημα, φαίνεται να ελαττώνει την κούραση και να βελτιώνει την διάθεση και τη σεξουαλική δραστηριότητα.
Αναμφίβολος στη σεξουαλικότητα είναι και ο ρόλος του συντρόφου, όπως προαναφέρθηκε, τόσο κατά την εγκυμοσύνη, όσο και μετά από αυτήν. Συχνά αναφέρει δυσαρέσκεια για τη συχνότητα των σεξουαλικών επαφών, όπως επίσης και φόβο μήπως βλάψει το έμβρυο με τη διείσδυση. Η ανησυχία αυτή, ωστόσο, δεν είναι βάσιμη ειδικά για εγκυμοσύνες χαμηλής επικινδυνότητας επιπλοκών. Σεξουαλικές δυσλειτουργίες στον άντρα (στυτική δυσλειτουργία και πρόωρη εκσπερμάτιση) παρατηρούνται ως αποτέλεσμα της παρακολούθησης της διαδικασίας του τοκετού, ανησυχίας μήπως προκαλέσει πόνο στη γυναίκα κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης ή άγχους σχετικά με την πατρότητα. Διαταραχές στη διάθεση παρατηρούνται και εδώ, εξαιτίας των αλλαγών στον τρόπο ζωής, στους ρόλους και στη σχέση.
Ο γυναικολόγος-μαιευτήρας, σε συνεργασία με ειδικό στη σεξουαλική υγεία ψυχίατρο, σας ενημερώνουν από την αρχή της κύησης και παρακολουθούν τις παραπάνω αλλαγές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και την επιλόχειο περίοδο. Συμβουλεύοντάς σας κατάλληλα, προσαρμόζονται οι προσδοκίες σας και αποκαθίσταται ομαλά η σεξουαλική σας λειτουργία.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι σεξ σε μια σεξουαλική σχέση δεν είναι μόνο η διείσδυση, μοιραστείτε τις ανησυχίες και τις ανάγκες με το σύντροφό σας, βρίσκοντας τρόπους που θα ενισχύσουν την οικειότητά σας ως ζευγάρι και θα προσφέρουν σεξουαλική ικανοποίηση σε όλη αυτή τη μοναδική φάση της ζωής σας.
Γράφει: Γεώργιος Π. Πάγκαλος, MD, MC(Army), FECSM, IFAPA
Ψυχίατρος–Σεξολόγος
Fellow of the European Committee of Sexual Medicine
International Fellow of the American Psychiatric Association